- αείζωος
- ἀείζωος, -ον και συνηρ. -ζως, -ων (AM)αυτός που ζει, που υπάρχει αιώνια, αθάνατος, άφθαρτος, διαρκής, αιώνιοςαρχ.1. (για φυτά) αειθαλής2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἀείζωονγένος φυτών που ταυτίζεται με το σημερινό γένος Σεμπερβίβο (Sempervivum)ἀείζωον μέγατο είδος S. arboreumἀειζωον μικρόντο είδος S. tectorum3. (το αρσ. στον πληθ. ως ουσ.) οἱ ἀείζωοιοι αθάνατοι.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀεὶ + ζωή.ΠΑΡ. αρχ. ἀειζωότης, ἀειζωία].
Dictionary of Greek. 2013.